Η πρωθυπουργική απόφαση -που γίνεται πλέον νόμος του κράτους- για τη μείωση και στην ουσία την κατάργηση του τέλους παρεπιδημούντων, δείχνει πως η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι αμετανόητος εραστής του μεγάλου κεφαλαίου και μανιώδης πολέμιος της αποκέντρωσης και της περιφερειακής ανάπτυξης. Το σύνθημα «Η δεξιά δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» χαρακτηρίζει απόλυτα τις ενέργειες και την πολιτική της απέναντι στην αυτοδιοίκηση. Οι υποσχέσεις, τα ευχολόγια και οι μεγαλόστομες εξαγγελίες ρίχνουν απλώς «στάχτη στα μάτια», ώστε να μην φαίνονται οι παραλείψεις και οι επικίνδυνες πολιτικές επιλογές της. Μετά το ψέμα της άμεσης επιστροφής όλων των παρακρατηθέντων, μετά την απάτη της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης, ήρθε η κατάργηση θεσμοθετημένων πόρων υπέρ της αυτοδιοίκησης και μάλιστα ανταποδοτικών πόρων που δεν πληρώνονται από το κράτος. Πως θα μπορούσε άραγε να χαρακτηριστεί μια τέτοια πολιτική;
Η πολιτική της ΝΔ είναι μια ΑΝΤΙαυτοδιοικητική πολιτική, επειδή πλήττει καίρια το θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τη διοικητική και οικονομική της αυτοτέλεια. Η κυβέρνηση δεν πίστεψε ποτέ της σε μια ισχυρή αυτοδιοίκηση, με αρμοδιότητες και πόρους, που θα λειτουργεί ως πραγματική τοπική εξουσία. Η πρακτική της επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Είναι μια βαθιά ΑΝΤΙδημοκρατική πολιτική, επειδή επιλέγει τη μέθοδο του «Αποφασίζουμε και διατάζουμε», χωρίς να μπει στον κόπο να διαβουλευτεί με τους αυτοδιοικητικούς φορείς της χώρας. Το αντίθετο μάλιστα, αφού εξήγγειλε το μέτρο «αιφνιδιαστικά» και επί σχεδόν δύο μήνες κορόιδευε με τη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να θεσπιστεί καμία ρύθμιση για το τέλος παρεπιδημούντων αν δεν βρεθεί τρόπος ισάξιας αναπλήρωσής του.
Είναι μια ΑΝΤΙλαϊκή πολιτική, επειδή συνέπεια της κυβερνητικής απόφασης είναι η υποχρεωτική μετακύλιση του κόστους των υπηρεσιών που μέχρι σήμερα καλύπτονταν από το τέλος παρεπιδημούντων, στο λαό και τους πολίτες. Έτσι θα κληθούν να πληρώσουν πάλι οι πολλοί -ο λαός- και όχι οι λίγοι– οι πλούσιοι.
Είναι μια ΑΝΤΙαναπτυξιακή πολιτική, επειδή η απώλεια των πόρων θα προκαλέσει δραματική μείωση των αναπτυξιακών έργων και ιδίως σε ευαίσθητες περιοχές, όπως είναι οι ακριτικές νησιωτικές περιοχές της χώρας. Εκατοντάδες δήμοι της χώρας καταδικάζονται σε χρεοκοπία αφού χάνουν το βασικό τους έσοδο κι έτσι αδυνατούν να ανταποκριθούν στην ανάγκη δημιουργίας αναπτυξιακών υποδομών.
Είναι μία ΑΝΤΙτουριστική πολιτική, επειδή στην ουσία υποβαθμίζεται η ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών προς τους τουρίστες και υποβαθμίζεται το τουριστικό προϊόν, αφού οι δήμοι δεν θα μπορούν πλέον να καλύψουν τις τεράστιες οικονομικές δαπάνες για καθαριότητα, συγκοινωνία, φωτισμό, οδοποιία, έργα κλπ. Η κυβέρνηση λησμονεί ότι το τουριστικό προϊόν μας δεν είναι οι ξενοδόχοι και οι επιχειρηματίες της διασκέδασης, αλλά οι φυσικοί πόροι της χώρας και οι υπηρεσίες που παρέχονται στους τουρίστες.
Είναι μία ΑΝΤΙπεριβαλλοντική πολιτική, επειδή το ανταποδοτικό τέλος παρεπιδημούντων, που συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον, καταργείται χωρίς καμία πρόβλεψη για την αντικατάστασή του. Έτσι μειώνονται και σε πολλές περιπτώσεις μηδενίζονται, οι δαπάνες που μέχρι σήμερα πραγματοποιούσαν οι δήμοι για την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαχείριση των απορριμμάτων, την προστασία των δασών, του υδάτινου πλούτου και των ακτών.
Είναι μία ΑΝΤΙκοινωνική πολιτική, επειδή πλήττει σημαντικά την απασχόληση και ιδίως σε περιοχές με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Η μείωση των δημοτικών επενδύσεων σε έργα και υπηρεσίες μοιραία θα εκτινάξει την ανεργία και θα διαρρήξει την κοινωνική συνοχή.
Είναι μία ΑΝΤΙευρωπαϊκή πολιτική, επειδή στην Ελλάδα αντί να ενισχύεται ο θεσμός της αυτοδιοίκησης και να γίνονται σεβαστές οι αρχές της Ευρωπαϊκής Χάρτας Τοπικής Αυτονομίας, η κυβέρνηση επιλέγει το δρόμο της υπονόμευσης των τοπικών αρχών, της υποβάθμισης του ρόλου τους και της οικονομικής τους καταστροφής. Σήμερα, ενώ στην Ευρώπη το αντίστοιχο τέλος παρεπιδημούντων κυμαίνεται από 6% έως 8% και οι τοπικές αρχές έχουν θεσμοθετημένους δικούς τους οικονομικούς πόρους, στην Ελλάδα η κυβέρνηση φροντίζει να απομυζεί την αυτοδιοίκηση και να πριμοδοτεί το μεγάλο ξενοδοχειακό κεφάλαιο.
Είναι μία ΑΝΤΙεθνική πολιτική, που οδηγεί σε μαρασμό τις ευαίσθητες ακριτικές περιοχές της νησιωτικής και ορεινής Ελλάδας. Οι κυβερνώντες της ΝΔ, αντί να παρέχουν κίνητρα ανάπτυξης των νησιών μας, τα καταδικάζουν σε στασιμότητα και απαξίωση. Αντί να ενισχύουν την ορεινή Ελλάδα, που ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια αξιόλογες υποδομές εναλλακτικού τουρισμού, την οδηγούν σε νέα απομόνωση. Αντί να ισχυροποιήσουν τις τοπικές αρχές της ακριτικής Ελλάδας, τις «αποτελειώνουν» με τη βούλα του νόμου.
Σήμερα η κυβέρνηση αποφάσισε να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή του μισούς και πλέον δήμους της χώρας. Χωρίς λόγο και επιχειρήματα. Μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει μία λανθασμένη εξαγγελία του Πρωθυπουργού. Όμως η οικονομική λειτουργία των δήμων δεν μπορεί να εξαρτάται από «καπρίτσια» και «τυφλές εμμονές» των κυβερνώντων. Η ελληνική αυτοδιοίκηση έχει συνεισφέρει πολλά και με μεγάλο οικονομικό κόστος στην ανάπτυξη της χώρας. Έχει πέσει θύμα δεκάδων ληστρικών επιδρομών στους θεσμοθετημένους πόρους της, με το πρόσχημα της συνεισφοράς στην εθνική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης.
ΌΜΩΣ ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ! ΑΝΤΙ η κυβέρνηση να επιδίδεται σε πειραματισμούς, προχειρότητες και επικοινωνιακούς σχεδιασμούς, πρέπει να πάρει πίσω την κατάργηση του τέλους παρεπιδημούντων. Να αποδώσει αμέσως στην αυτοδιοίκηση όλους τους παρακρατηθέντες πόρους και να υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Να προχωρήσει σε γενναίες αποφάσεις για τη φορολογική αποκέντρωση και τη θεσμική ενίσχυση των τοπικών αρχών. Να προχωρήσει στη διοικητική αναδιοργάνωση της χώρας. ΑΝΤΙ η κυβέρνηση να κάνει πλάτες στους μεγαλοτραπεζίτες και το κεφάλαιο, πρέπει επιτέλους να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει ένα σοβαρό σχέδιο για την έξοδο της χώρας από την κρίση.